- κουρασάνι
- και κορασάνι, τοτοιχοδομικό κονίαμα από τριμμένο κεραμίδι και άμμο, αμμοκονίαμα, αλλ. λάσπη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. horasan].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρασάνι — το (λ. τουρκ.), αμμοκονίαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορασάνι — το (Μ κορασάνιν) βλ. κουρασάνι … Dictionary of Greek
κουρασανάς — ο [κουρασάνι] αμμοκονιαστής, σοβατζής … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek